- ἀεξίβιος
- ἀεξί-βιος, ον,A increasing while one lives (?),
πένθος IG14.2123
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πένθος IG14.2123
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αεξίβιος — ἀεξίβιος, ον (Α) αυτός που αυξάνει κατά τη διάρκεια τής ζωής κάποιου («ἀεξίβιον πένθος», Επιγρ. Ελλ. 14, 2123). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεξι * + βίος] … Dictionary of Greek
ἀεξίβιον — ἀεξίβιος increasing while one lives masc/fem acc sg ἀεξίβιος increasing while one lives neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αεξι- — ἀεξι (Α) [ἀέξω] α συνθ. ποιητικών κυρίως λέξεων τής Αρχαίας, όπως ἀεξίβιος, ἀεξίγυιος ἀεξίκακος, ἀεξίκερως, ἀεξίνους, ἀεξίτοκος, ἀεξίτροφος, ἀεξίφυλλος, ἀεξίφυτος κ.λπ., στις οποίες προσδίδει την έννοια αυξήσεως, ενισχύσεως … Dictionary of Greek
βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… … Dictionary of Greek